- επιβραδύνομαι
- επιβραδύνομαι, επιβραδύνθηκα βλ. πίν. 49
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
εγχρονίζω — ἐγχρονίζω (AM) 1. χρονοτριβώ, βραδύνω 2. (με εμπρόθ. τοπ. προσδιορ.) παραμένω για πολύ σ ένα τόπο 3. παθ. επιβραδύνομαι 4. γίνομαι χρόνιος 5. κατοικώ κάπου ώς τα γηρατιά μου … Dictionary of Greek
υπέρκειμαι — ὑπέρκειμαι ΝΜΑ [κεῑμαι] βρίσκομαι πάνω από κάτι άλλο, κατέχω ψηλότερη θέση (α. «τα υπερκείμενα γεωλογικά στρώματα» β. «τὰ ὑπερκείμενα κρημνά», Πολ. γ. «ἡ ὀφρὺς ὑπέρκειται τοῡ ὄμματος», Φιλόστρ.) νεοελλ. 1. μτφ. δεσπόζω, κυριαρχώ («οι υπερκείμενοι … Dictionary of Greek